- απατιμαζω
- ἀπατιμάζωἀπ-ατῑμάζωбесчестить, позорить
(ὑπό τινος ἀπητιμασμένος Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὑπό τινος ἀπητιμασμένος Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απατιμάζω — ἀπατιμάζω κ. ἀπατιμῶ ( άω) (Α) εξευτελίζω, ατιμάζω … Dictionary of Greek
ἀπητιμασμένη — ἀπητῑμασμένη , ἀπατιμάζω perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπητιμασμένος — ἀπητῑμασμένος , ἀπατιμάζω perf part mp masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)